εφιδρώ

εφιδρώ
και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, -όω)
ιδρώνω
αρχ.
1. ιδρώνω επί πλέον ή κατόπιν
2. παθ. ἐφιδροῡμαι, -όομαι
ιδρώνω συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφίδρωση — η (Α ἐφίδρωσις) [εφιδρώ] η παραγωγή και αποβολή ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες τού δέρματος νεοελλ. (για πράγματα) εξάνθηση υγρού ή υγρασίας στην επιφάνεια ενός σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”